- ηοιη
- ἠοίηἥ (sc. ὥρα) утро
πᾶσαν ἠοίην Hom. — все утро
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πᾶσαν ἠοίην Hom. — все утро
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἠοίη — ἠοΐη , ἠοῖος in or of the morning fem nom/voc sg (epic ionic) ἠοί̱η , ἠοῖος in or of the morning fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηοίος — ἠοῑος, α και η, ον, ιων,. τ. ἠόϊος, δωρ. τ. ἀοῑος (Α) 1. εώος, πρωινός («ἠοῑος ἀστήρ» το άστρο τής αυγής, ο αυγερινός 2. αυτός που βρίσκεται στην ανατολή ή κατοικεί στις ανατολικές περιοχές (α. «ἠὲ προς ἠοίων ἤ ἑσπερίων ἀνθρώπων», Ομ. Οδ. β.… … Dictionary of Greek